Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκολιότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />sinuosité ; courbure.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />sinuosité ; courbure.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκολιότης:''' -ητος, ἡ, [[δυστροπία]], [[αδικία]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[διαστροφή]], σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐότης Medium diacritics: σκολιότης Low diacritics: σκολιότης Capitals: ΣΚΟΛΙΟΤΗΣ
Transliteration A: skoliótēs Transliteration B: skoliotēs Transliteration C: skoliotis Beta Code: skolio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A crookedness, σ. τῆς καμπῆς, of a Parthian bow, Plu.Crass.24: in pl., the windings of a stream, Str.10.2.19; of windings generally, Id.12.8.15.    II metaph., inequality, σκολιότητα ἔχειν to be unequally affected, Hp.Acut. (Sp.) 22.    2 of men, crookedness, dishonesty, LXX Ez.16.5.

German (Pape)

[Seite 902] ητος, ἡ, Krümmung, Biegung, Windung, Schiefe, καμπῆς, Plut. Crass. 24; übertr., Unredlichkeit, Tücke, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιότης: -ητος, ἡ, τὸ σκολιόν, ἡ κυρτότης, τὸ λοξόν, σκ. καμπῆς, ἐπὶ τοῦ Παρθικοῦ τόξου, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ποταμοῦ, κτλ., Στράβ. 577. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ἄνισον, σκολιότητα ἔχειν, ἀνίσως προσβάλλομαι, Ἱππ. 400. 8. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων μὲ διεστραμμένον ἦθος, ἀπιστία, ἀδικία, Ἑβδ. Ἰεζεκ. ΙϚ΄, 5).

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
sinuosité ; courbure.
Étymologie: σκολιός.

Greek Monotonic

σκολιότης: -ητος, ἡ, δυστροπία, αδικία, απάτη, δόλος, διαστροφή, σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ.