σκυδμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[σκύζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[σκύζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκυδ</i>-<i>jομαι</i>), κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τα [[ερίζω]]: [[εριδμαίνω]] (<b>πρβλ.</b> και το ανθρωπωνύμιο <i>Σκύδ</i>-<i>ρος</i>)].
|mltxt=Α<br />οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[σκύζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[σκύζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκυδ</i>-<i>jομαι</i>), κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τα [[ερίζω]]: [[εριδμαίνω]] (<b>πρβλ.</b> και το ανθρωπωνύμιο <i>Σκύδ</i>-<i>ρος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκυδμαίνω:''' μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. <i>σκυδμαινέμεν</i>).
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυδμαίνω Medium diacritics: σκυδμαίνω Low diacritics: σκυδμαίνω Capitals: ΣΚΥΔΜΑΙΝΩ
Transliteration A: skydmaínō Transliteration B: skydmainō Transliteration C: skydmaino Beta Code: skudmai/nw

English (LSJ)

=

   A σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Il.24.592.

German (Pape)

[Seite 906] = σκύζομαι, Einem zürnen, τινί, μή μοι – σκυδμαινέμεν, Il. 24, 592.

Greek (Liddell-Scott)

σκυδμαίνω: σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».

French (Bailly abrégé)

seul. inf. prés. épq. σκυδμαινέμεν;
s’irriter, être irrité contre, τινι.
Étymologie: σκύζομαι, μαίνω.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν = σκύζομαι, Il. 24.592†.

Greek Monolingual

Α
οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκύζομαι (< σκυδ-jομαι), κατ' αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ-ρος)].

Greek Monotonic

σκυδμαίνω: μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, τινί, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. σκυδμαινέμεν).