σκολίωμα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[σκολιῶ]]<br /><b>1.</b> [[κύρτωμα]], καμπύλωμα<br /><b>2.</b> (για ποταμό ή δρόμο) [[καμπή]], [[στροφή]].
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[σκολιῶ]]<br /><b>1.</b> [[κύρτωμα]], καμπύλωμα<br /><b>2.</b> (για ποταμό ή δρόμο) [[καμπή]], [[στροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκολίωμα:''' -ατος, τό ([[σκολιός]]), [[καμπή]], [[κυρτότητα]], [[στράβωμα]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐωμα Medium diacritics: σκολίωμα Low diacritics: σκολίωμα Capitals: ΣΚΟΛΙΩΜΑ
Transliteration A: skolíōma Transliteration B: skoliōma Transliteration C: skolioma Beta Code: skoli/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bend, curve, Str.2.4.4, 4.3.3.

German (Pape)

[Seite 902] τό, das Krummgemachte, die Krümmung, Strab. 2, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σκολίωμα: τό, καμπή, κυρτότης, λοξότης, Στράβ. 107, 193.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
courbure, obliquité.
Étymologie: σκολιόω.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α σκολιῶ
1. κύρτωμα, καμπύλωμα
2. (για ποταμό ή δρόμο) καμπή, στροφή.

Greek Monotonic

σκολίωμα: -ατος, τό (σκολιός), καμπή, κυρτότητα, στράβωμα, σε Στράβ.