σπαρτός: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σπαρτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για αγρό) σπαρμένος, καλλιεργημένος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Σπαρτοί</i><br /><b>μυθ.</b> οπλισμένοι άνδρες οι οποίοι, [[κατά]] την [[παράδοση]], φύτρωσαν από τα δόντια του δράκοντα που έσπειρε ο [[Κάδμος]] στη Βοιωτία και από τους οποίους προήλθαν οι Θηβαίοι<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[σπαρτά]]<br />χωράφια σπαρμένα με [[σιτάρι]] και άλλα [[σιτηρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διεσπαρμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λόγχη]] [[σπαρτός]]» — ο [[θηβαϊκός]] [[στρατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπαρ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ.].
|mltxt=-ή, -ό / [[σπαρτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για αγρό) σπαρμένος, καλλιεργημένος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Σπαρτοί</i><br /><b>μυθ.</b> οπλισμένοι άνδρες οι οποίοι, [[κατά]] την [[παράδοση]], φύτρωσαν από τα δόντια του δράκοντα που έσπειρε ο [[Κάδμος]] στη Βοιωτία και από τους οποίους προήλθαν οι Θηβαίοι<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[σπαρτά]]<br />χωράφια σπαρμένα με [[σιτάρι]] και άλλα [[σιτηρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διεσπαρμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λόγχη]] [[σπαρτός]]» — ο [[θηβαϊκός]] [[στρατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπαρ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπαρτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[σπείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει σπαρεί, που έχει φυτρώσει από σπόρο, σπαρμένος, φυτεμένος· μεταφ., σπαρτῶν [[γένος]], «οι υιοί των ανθρώπων», ανθρώπινο [[γένος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στη Θήβα, <i>Σπαρτοί</i>, <i>οἱ</i>, οι Σπαρμένοι, αυτοί που θεωρούνταν ότι έχουν φυτρώσει από τα δόντια του Δράκοντα που έσπειρε ο [[Κάδμος]], οι Καδμείοι, οι Θηβαίοι, σε Πίνδ., Ευρ.· [[λόγχη]] [[σπαρτός]], το θηβαϊκό [[δόρυ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> διασκορπισμένος, λέγεται για τα [[μέλη]] ενός πτώματος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαρτός Medium diacritics: σπαρτός Low diacritics: σπαρτός Capitals: ΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: spartós Transliteration B: spartos Transliteration C: spartos Beta Code: sparto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Supp.578: (σπείρω):—

   A sown, grown from seed, cultivated, Thphr.HP6.8.2, Dsc.3.37, etc.    2 of men, οἱ . . σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Pl.Sph.247c; σπαρτῶν γένος children of men, A.Eu.410.    b esp. at Thebes, Σπαρτοί, οἱ, the Sown-men, those who sprang from the dragon's teeth sown by Cadmus, and their descendants, Pi.I.1.30,7(6).10; Σπαρτῶν στάχυς E.HF5; Ἐχίων σπαρτός IG14.1285 ii 9, 1292 i 3, cf. E.Ba.1274; λόγχη σπαρτός the Theban spear, Id.Supp.578.    II scattered, of the limbs of a corpse, AP7.383 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 917] gesäet, u. übertr., erzeugt; bes. ἄνδρες, die Thebaner, Sparten, Soph. O. C. 1531 u. A., die aus den von Kadmus gesäeten Drachenzähnen Entsproßten u. ihre Nachkommen; ähnlich οἵγε αὐτῶν σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες, Plat. Soph. 247 c; übh. thebanisch, λόγχη Eur. Suppl. 594.

Greek (Liddell-Scott)

σπαρτός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, ὀν, Εὐρ. Ἰκέτ. 578· (σπείρω)· - ἐσπαρμένος, φυόμενος ἐκ σπόρου, καλλιεργημένος, Διοσκ. 3. 45, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, οἱ.. σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Πλάτ. Σοφ. 247C· σπαρτῶν γένος, «υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», Αἰσχύλ. Εὐμ. 410· - ἐπὶ τῶν θηβαίων, Σπαρτοί, οἱ, οἱ ἐσπαρμένοι, οἱ ἀξιοῦντες ὅτι ἐφύτρωσαν ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ δράκοντος οὓς ὁ Κάδμος ἔσπειρεν, οἱ Καδμεῖοι, Πινδ. Ι. 1. 41., 7 (6). 13· Σπαρτῶν στάχυς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 5· λόγχη σπαρτός, ἡ Θηβαϊκὴ λόγχη, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 578· Ἐχίων σπαρτὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 2126Β, 6129Α. ΙΙ. διεσπαρμένος, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, Ἀνθ. Π. 7. 338· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 semé, ensemencé ; fig. engendré;
2 disséminé, dispersé ; οἱ Σπαρτοί propr. les hommes semés ou nés des dents du dragon de Cadmos, càd les Thébains.
Étymologie: σπείρω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπαρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για αγρό) σπαρμένος, καλλιεργημένος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) οἱ Σπαρτοί
μυθ. οπλισμένοι άνδρες οι οποίοι, κατά την παράδοση, φύτρωσαν από τα δόντια του δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος στη Βοιωτία και από τους οποίους προήλθαν οι Θηβαίοι
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπαρτά
χωράφια σπαρμένα με σιτάρι και άλλα σιτηρά
αρχ.
1. διεσπαρμένος
2. φρ. «λόγχη σπαρτός» — ο θηβαϊκός στρατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. σπείρω + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ.].

Greek Monotonic

σπαρτός: -ή, -όν και -ός, -όν (σπείρω
I. αυτός που έχει σπαρεί, που έχει φυτρώσει από σπόρο, σπαρμένος, φυτεμένος· μεταφ., σπαρτῶν γένος, «οι υιοί των ανθρώπων», ανθρώπινο γένος, σε Αισχύλ.
II. στη Θήβα, Σπαρτοί, οἱ, οι Σπαρμένοι, αυτοί που θεωρούνταν ότι έχουν φυτρώσει από τα δόντια του Δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος, οι Καδμείοι, οι Θηβαίοι, σε Πίνδ., Ευρ.· λόγχη σπαρτός, το θηβαϊκό δόρυ, σε Ευρ.
III. διασκορπισμένος, λέγεται για τα μέλη ενός πτώματος, σε Ανθ.