σκηνοποιία: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(37)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, [[σκηνοποιΐα]], ΝΑ [[σκηνοποιός]]<br />[[κατασκήνωση]] («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν [[σκηνοποιΐα]] [[παραπλήσιος]]», Αιν. Τακτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίδρυση]] σκηνής, [[δημιουργία]] θεάτρου<br /><b>2.</b> [[κτίσιμο]] φωλιάς<br /><b>3.</b> θεατρική [[παράσταση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκηνοποιΐα της τύχης»<br /><b>μτφ.</b> η συχνή [[μεταβολή]] της τύχης.
|mltxt=η, [[σκηνοποιΐα]], ΝΑ [[σκηνοποιός]]<br />[[κατασκήνωση]] («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν [[σκηνοποιΐα]] [[παραπλήσιος]]», Αιν. Τακτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίδρυση]] σκηνής, [[δημιουργία]] θεάτρου<br /><b>2.</b> [[κτίσιμο]] φωλιάς<br /><b>3.</b> θεατρική [[παράσταση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκηνοποιΐα της τύχης»<br /><b>μτφ.</b> η συχνή [[μεταβολή]] της τύχης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκηνοποιία:''' ἡ, [[κατασκευή]] ή [[στήσιμο]] σκηνής, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνοποιία Medium diacritics: σκηνοποιία Low diacritics: σκηνοποιία Capitals: ΣΚΗΝΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: skēnopoiía Transliteration B: skēnopoiia Transliteration C: skinopoiia Beta Code: skhnopoii/a

English (LSJ)

ἡ,

   A tent-making: pitching of tents, Aen.Tact.8.3, Rev.Arch.3(1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), Plb.6.28.3; building of a theatre, D.C.67.2; nest-building, of swallows, Antig.Mir.37: metaph., σ. τῆς τύχης theatrical, dramatic stroke of fortune, Hld.10.16.    II theatrical display, Jul.Or.7.216d.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν σκηνάς, στήνειν σκηνάς, Πολύβ. 8. 28, 3· μεταφορ., σκ. τῆς τύχης, ἡ συχνὴ μεταβολὴ τῆς τύχης, ὡς εἰ αὕτη ἦτο νομαδικῆς τινος φυλῆς, Ἡλιοδ. 10. 16. ΙΙ. θεατρικὴ ἐπίδειξις, Ἰουλιαν. 216D.

Greek Monolingual

η, σκηνοποιΐα, ΝΑ σκηνοποιός
κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.)
αρχ.
1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου
2. κτίσιμο φωλιάς
3. θεατρική παράσταση
4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης»
μτφ. η συχνή μεταβολή της τύχης.

Greek Monotonic

σκηνοποιία: ἡ, κατασκευή ή στήσιμο σκηνής, σε Πολύβ.