σέρφος: Difference between revisions
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[σύρφος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> μικρό πτερωτό [[έντομο]], [[πιθανώς]] [[είδος]] πτερωτού μυρμηγκιού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἔνεστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ [[χολή]]» — [[ακόμη]] και ο [[μικρός]] και [[ασήμαντος]] [[άνθρωπος]] μπορεί να βλάψει κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. Οι τ. [[σέρφος]] / [[σύρφος]] εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔλαφος]]), ενώ ο τ. [[σέριφος]] «[[είδος]] ακρίδας» [[επίθημα]] -<i>ιφος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔριφος]])]. | |mltxt=και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[σύρφος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> μικρό πτερωτό [[έντομο]], [[πιθανώς]] [[είδος]] πτερωτού μυρμηγκιού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἔνεστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ [[χολή]]» — [[ακόμη]] και ο [[μικρός]] και [[ασήμαντος]] [[άνθρωπος]] μπορεί να βλάψει κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. Οι τ. [[σέρφος]] / [[σύρφος]] εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔλαφος]]), ενώ ο τ. [[σέριφος]] «[[είδος]] ακρίδας» [[επίθημα]] -<i>ιφος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔριφος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σέρφος:''' ὁ, είδος σκνίπας ή φτερωτού μυρμηγκιού, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, a small winged insect, prob. a kind of
A gnat or winged ant, Ar.V.352 (ubi v. Sch.), Av.82, 569, Nicopho 1, dub. in Phld. Mort.34: prov., ἔνεστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ χολή 'even the gnat has its sting', Sch.Ar.Av.82, V.352, cf. AP10.49 (Pall.):—written συρφός in Hsch.
German (Pape)
[Seite 872] ὁ, ein kleines geflügeltes Insekt, wahrscheinlich eine Mückenart, Ar. Av. 82. 572 Vesp. 351, wo die Scholl. zu vergleichen; auch σέριφος, Nicopho bei Schol. Ar. Av. 582; auch eine geflügelte Ameise, sonst νύμφη, Didym. bei Phot. Aber γραῦς σερίφη ist eine Heuschreckenart, die sonst μάντις heißt, dah. γραῦς σέριφος, eine altgewordene Jungfer, gleichsam eine alte Grille, Zenob. 2, 94. – Ar. nannte Lacedämon σέριφον, διὰ τὸ σκληρῶς ζῆν, VLL. – Sprichwörtlich ἔστι κἀν σερίφῳ χολή, auch im kleinsten Wurm ist Galle, d. i. auch der Wurm krümmt sich, wenn er getreten wird, Pallad. en. paralipp. 112 (X, 49).
Greek (Liddell-Scott)
σέρφος: ὁ, μικρὸν ἔντομον πτερωτόν, πιθανῶς εἶδος ἐμπίδος ἢ πτερυγοφόρου μύρμηκος, Ἀριστοφ. Σφ. 352 (ἔνθα ἴδε Σχολ.) Ὄρν. 82, 570· -παροιμ., ἔστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ χολή, καὶ ἡ ἐμπὶς ἔτι ἔχει τὸ κέντρον της, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 82, Σφ. 362, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 49· -φέρεται συρφὸς παρ’ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petit insecte ailé, pê moucheron ou cousin.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek Monolingual
και, κατά τον Ησύχ., σύρφος, ὁ, Α
1. μικρό πτερωτό έντομο, πιθανώς είδος πτερωτού μυρμηγκιού
2. παροιμ. φρ. «ἔνεστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ χολή» — ακόμη και ο μικρός και ασήμαντος άνθρωπος μπορεί να βλάψει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. Οι τ. σέρφος / σύρφος εμφανίζουν επίθημα -φος (πρβλ. ἔλαφος), ενώ ο τ. σέριφος «είδος ακρίδας» επίθημα -ιφος (πρβλ. ἔριφος)].
Greek Monotonic
σέρφος: ὁ, είδος σκνίπας ή φτερωτού μυρμηγκιού, σε Αριστοφ.