σποδιά: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[σποδιή]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σωρός]] στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ<br />β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στάχτη]] από την [[καύση]] νεκρού<br /><b>3.</b> [[σκουριά]] μετάλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σποδός]] «[[στάχτη]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=και ιων. τ. [[σποδιή]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σωρός]] στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ<br />β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στάχτη]] από την [[καύση]] νεκρού<br /><b>3.</b> [[σκουριά]] μετάλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σποδός]] «[[στάχτη]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ιά</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σποδιά:''' Ιων. -ιή, <i>ἡ</i> ([[σποδός]]) ·<br /><b class="num">I.</b> [[σωρός]] από στάχτες, στάχτες, [[τέφρα]], [[χόβολη]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. = [[σποδός]] III, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδιά Medium diacritics: σποδιά Low diacritics: σποδιά Capitals: ΣΠΟΔΙΑ
Transliteration A: spodiá Transliteration B: spodia Transliteration C: spodia Beta Code: spodia/

English (LSJ)

Ion. σποδ-ιή, ἡ,

   A heap of ashes, ashes, Od.5.488, E.Cyc.615(lyr.), Pl.Com.173.9, LXX Le.4.12; σ. οἰναρέη ashes of vine-twigs, Hp.Mul. 2.195; σποδιῇ κεχριμένος prob. in Call.Dian.69; freq. in Epitaphs, AP7.279,435 (Nicand.); διψὰς σ. ib.9.549 (Antiphil.); scoria, dross of metals, Dsc.5.126.

German (Pape)

[Seite 923] ἡ, ion. σποδιή, der Aschenhaufen, die Asche; δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ, Od. 5, 488; vgl. Eur. Cycl. 610; oft in der Anth.: διψάς, Antiphil. 39 IX, 5491; πῦρ ὑπὸ τῇ σποδιῇ κεκρυμμένον, Callim. (XII, 139), wie oft übtr., μέλαινα, Ep. ad. 482 (VII, 10), ψυχρή, 670 (VII, 279), u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

σποδιά: Ἰων. -ιή, ἡ, σωρὸς σποδοῦ, τέφρας, Ὀδ. Ε. 488, Εὐρ. Κύκλ. 615, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1. 9· σποδιῇ κεχρισμένος Καλλ. εἰς Ἄρτ. 69· συχν. ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Ἀνθ. Π. 7. 279, 435, κ. ἀλλ.· σκωρία τῶν μετάλλων, Διοσκ. 5. 85, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφορ., πρβλ. σποδὸς IV.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
cendre.
Étymologie: σποδός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α
1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ
β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.)
2. στάχτη από την καύση νεκρού
3. σκουριά μετάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. -ιά (πρβλ. στρατ-ιά)].

Greek Monotonic

σποδιά: Ιων. -ιή, (σποδός) ·
I. σωρός από στάχτες, στάχτες, τέφρα, χόβολη, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. μεταφ. = σποδός III, σε Ανθ.