στρωματόδεσμον: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκος]] στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[στρῶμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκος]] στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[στρῶμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό, [[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκκος]], μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (<i>στρώματα</i>), σε Ξεν., Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωμᾰτόδεσμον Medium diacritics: στρωματόδεσμον Low diacritics: στρωματόδεσμον Capitals: ΣΤΡΩΜΑΤΟΔΕΣΜΟΝ
Transliteration A: strōmatódesmon Transliteration B: strōmatodesmon Transliteration C: stromatodesmon Beta Code: strwmato/desmon

English (LSJ)

τό,

   A a leathern or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματα), Ar.Fr.253, Pherecr.185, X.An.5.4.13, Aeschin.2.99; σ. συσκευάσασθαι Pl.Tht.175e; δῆσαι Arist. Mu.398a8: also στρωμᾰτό-δεσμος, ὁ, Amips.38, Plu.Caes.49, cf. Phryn. 379.

German (Pape)

[Seite 957] τό, = Folgdm, Aesch. 2, 99; vgl. B. A. 113.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμᾰτόδεσμον: τό, δερμάτινοςλινοῦς σάκκος ἐν ᾧ οἱ δοῦλοι ἐτύλισσον καὶ ἔδενον τὰ στρώματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 249, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 13, Αἰσχίν. 41. 10· στρ. συσκευάζεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 1 75Ε· δῆσαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8· ἱμάντι συνδῆσαι Πλουτ. Καῖσ. 49. - Ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ εἶναι ἀρσ., πρβλ. Α. Β. 113, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. στρωματόδεσμος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
δερμάτινος ή λινός σάκος στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. στρῶμα, -ώματος + δεσμός.

Greek Monotonic

στρωμᾰτόδεσμον: τό, δερμάτινος ή λινός σάκκος, μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (στρώματα), σε Ξεν., Αισχίν.