Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγχορευτής: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[συγχορεύτρια]], ΝΑ [[συγχορεύω]]<br />αυτός που χορεύει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[σύντροφος]] στον χορό<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάτρης]] της ίδιας θεότητας.
|mltxt=ο, θηλ. [[συγχορεύτρια]], ΝΑ [[συγχορεύω]]<br />αυτός που χορεύει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[σύντροφος]] στον χορό<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάτρης]] της ίδιας θεότητας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγχορευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον [[άλλο]], [[σύντροφος]] στον χορό, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχορευτής Medium diacritics: συγχορευτής Low diacritics: συγχορευτής Capitals: ΣΥΓΧΟΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: synchoreutḗs Transliteration B: synchoreutēs Transliteration C: sygchoreftis Beta Code: sugxoreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A companion in the dance, Pl.Lg.654a, 665a, X.HG2.4.20.

German (Pape)

[Seite 971] ὁ, Mittänzer; Plat. Legg. II, 653 c; Xen. Hell. 2, 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

συγχορευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συγχορεύων, Πλάτ. Νόμ. 653Ε, 665Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fait partie du même chœur de danse.
Étymologie: συγχορεύω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ συγχορεύω
αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό
αρχ.
λάτρης της ίδιας θεότητας.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ συγχορεύω
αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό
αρχ.
λάτρης της ίδιας θεότητας.

Greek Monotonic

συγχορευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό, σε Ξεν.