συλλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α [[λαγχάνω]]<br />απονέμομαι με κλήρο [[μαζί]] με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῑς ὁμοίοις ξυλλήξονται», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α [[λαγχάνω]]<br />απονέμομαι με κλήρο [[μαζί]] με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῑς ὁμοίοις ξυλλήξονται», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συλλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, παρακ. <i>-είληχα</i>· έχω επιλεγεί με κλήρο μαζί με άλλους, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλαγχάνω Medium diacritics: συλλαγχάνω Low diacritics: συλλαγχάνω Capitals: ΣΥΛΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: syllanchánō Transliteration B: syllanchanō Transliteration C: syllagchano Beta Code: sullagxa/nw

English (LSJ)

   A to be joined by lot with, τινι Pl.Plt.266c, 266e, Ti.18e; ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς who was chosen by lot to be interrex at that time, Plu.Num.7.

German (Pape)

[Seite 975] (s. λαγχάνω), durch das Loos mit zugetheilt od. womit vereinigt werden; οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται, Plat. Tim. 18 e, vgl.Polit. 266 c; Sp.: ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς, Plut. Num. 7, der gerade zu der Zeit zum interrex gewählt war; Luc. de luct. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συλλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι· πρκμ. -είληχα. Συνάπτομαι διὰ κλήρου μετά τινος, τινὶ Πλάτ. Πολιτ. 266C, E, Τίμ. 18Ε· ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς, ὁ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον διὰ κλήρου ἐκλεχθεὶς νὰ γείνῃ μεσοβασιλεύς, Πλουτ. Νουμ. 7.

French (Bailly abrégé)

f. συλλήξομαι, ao.2 συνέλαχον, etc.
se trouver en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, λαγχάνω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α λαγχάνω
απονέμομαι με κλήρο μαζί με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῑς ὁμοίοις ξυλλήξονται», Πλάτ.).

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α λαγχάνω
απονέμομαι με κλήρο μαζί με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῑς ὁμοίοις ξυλλήξονται», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συλλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα· έχω επιλεγεί με κλήρο μαζί με άλλους, σε Πλούτ.