συμπλέω: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. [[συμπλώω]] Α [[πλέω]] / [[πλώω]]<br /><b>1.</b> [[ταξιδεύω]] με [[πλοίο]] που ακολουθεί την [[ίδια]] [[πορεία]] με άλλα<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] [[μαζί]] με άλλον στο ίδιο [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]], [[ακολουθώ]] την [[ίδια]] [[πορεία]] με άλλον. | |mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. [[συμπλώω]] Α [[πλέω]] / [[πλώω]]<br /><b>1.</b> [[ταξιδεύω]] με [[πλοίο]] που ακολουθεί την [[ίδια]] [[πορεία]] με άλλα<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] [[μαζί]] με άλλον στο ίδιο [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]], [[ακολουθώ]] την [[ίδια]] [[πορεία]] με άλλον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]]· Ιων. -[[πλώω]], <i>-πλώσομαι</i>· [[πλέω]], [[αρμενίζω]] από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A sail in company with, τινι Hdt.4.149, 5.46, E.IA102; ἐν τῇ Ἀργοῖ Hdt.4.179; μετὰ τῶν ὁλκάδων Th.6.44: abs., Id.1.27, Antipho 5.20, prob. in IG12.99.10; τῶν συμπλεόντων Pl.Grg.511e; συμπλέοντες ναῦται IG3.236: metaph., σ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι E. HF1225.
German (Pape)
[Seite 988] (s. πλέω), mit, zusammen schiffen, Ἀχαιοῖς, mit den Achäern, Eur. I. A. 102; συμπλεύσομαι, Hel. 1073; Her. 4, 149; Plat. Gorg. 511 e; Thuc. 1, 27.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι· Ἰων. -πλώω, -πλώσομαι· ― πλέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 149., 5. 46, Εὐρ. Ι. Α, 102, Ἀντιφῶν 131. 40, Θουκ., κλπ.· ἐν τῇ Ἀργῷ Ἡρόδ. 4. 179· μετὰ τῶν ὁλκάδων Θουκυδ. 6. 44, ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 27· τῶν συμπλεόντων Πλάτ. Γοργ. 511Ε· συμπλέοντες ναῦται Συλλ. Ἐπιγρ. 495· μεταφ., ξ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1225.
French (Bailly abrégé)
naviguer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλέω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ιων. τ. συμπλώω Α πλέω / πλώω
1. ταξιδεύω με πλοίο που ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλα
2. ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο πλοίο
3. μτφ. συμφωνώ, ακολουθώ την ίδια πορεία με άλλον.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ιων. τ. συμπλώω Α πλέω / πλώω
1. ταξιδεύω με πλοίο που ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλα
2. ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο πλοίο
3. μτφ. συμφωνώ, ακολουθώ την ίδια πορεία με άλλον.
Greek Monotonic
συμπλέω: μέλ. -πλεύσομαι· Ιων. -πλώω, -πλώσομαι· πλέω, αρμενίζω από κοινού με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ.