συμπορθέω: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dévaster <i>ou</i> ruiner ensemble <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πορθέω]].
|btext=-ῶ :<br />dévaster <i>ou</i> ruiner ensemble <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πορθέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμβάλλω]] στην [[καταστροφή]], [[καταστρέφω]] από κοινού, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· <i>οἱ συμπεπορθημένοι</i>, αυτοί που περιέπεσαν σε τέτοια [[καταστροφή]], που εκπορθήθηκαν, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπορθέω Medium diacritics: συμπορθέω Low diacritics: συμπορθέω Capitals: ΣΥΜΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: symporthéō Transliteration B: symportheō Transliteration C: symportheo Beta Code: sumporqe/w

English (LSJ)

   A help to destroy or sack, ος σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας E.Or.888, cf. BCH21.599 (Delph., iv B.C.); οἱ συμπεπορθημένοι involved in like ruin, Str.8.3.29.

German (Pape)

[Seite 989] wie συμπέρθω, mit, zugleich, zusammen zerstören; ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Eur. Or. 886.

Greek (Liddell-Scott)

συμπορθέω: ὡς τὸ συμπέρθω, πορθῶ ὁμοῦ, συγκαταστρέφω, ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Εὐρ. Ὀρ. 888· οἱ συμπεπορθημένοι, οἱ εἰς ὅμοιον ὄλεθρον περιπεσόντες, Στράβ. 353.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dévaster ou ruiner ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πορθέω.

Greek Monotonic

συμπορθέω: μέλ. -ήσω, συμβάλλω στην καταστροφή, καταστρέφω από κοινού, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· οἱ συμπεπορθημένοι, αυτοί που περιέπεσαν σε τέτοια καταστροφή, που εκπορθήθηκαν, σε Στράβ.