σύναρχος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. [[σύναρχος]] -ον, Α<br />αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. [[σύναρχος]] -ον, Α<br />αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύναρχος:''' -ον, αυτός που ασκεί [[εξουσία]] από κοινού με άλλους, που μετέχει στα αξιώματα, [[συνάρχοντας]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A partner in office, colleague, Arist.Pol.1287b31, IG5(1).124 (Laconia), 9(1).706 (Corc., iv B.C.), al., v.l. in D.C. 67.15.
German (Pape)
[Seite 1004] mitherrschend, Arist. pol. 3, 16.
Greek (Liddell-Scott)
σύναρχος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, μέτοχος ἐν τῷ ἀξιώματι, σύντροφος ἐν τῇ ἀρχῇ, συνάρχων, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16. 12, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1345, Κερκυρ. αὐτόθ. 1847-49b, Δίων Κ. 67. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui participe au pouvoir ; ὁ σύναρχος collègue.
Étymologie: σύν, ἄρχω.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. σύναρχος -ον, Α
αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αρχος].
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. σύναρχος -ον, Α
αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αρχος].
Greek Monotonic
σύναρχος: -ον, αυτός που ασκεί εξουσία από κοινού με άλλους, που μετέχει στα αξιώματα, συνάρχοντας, σε Αριστ.