Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνουσιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συνουσιαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνουσιαστής]]<br />[[αφροδισιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινωνικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ [[ἄνθρωπος]] τῷ θεῷ [[συνουσιαστικός]]», Ερμητ.)<br /><b>3.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]].
|mltxt=-ή, -ό / [[συνουσιαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνουσιαστής]]<br />[[αφροδισιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινωνικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ [[ἄνθρωπος]] τῷ θεῷ [[συνουσιαστικός]]», Ερμητ.)<br /><b>3.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνουσιαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[κατάλληλος]] για [[συναναστροφή]], αυτός που διαθέτει [[κοινωνικότητα]], [[κοινωνικός]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσιαστικός Medium diacritics: συνουσιαστικός Low diacritics: συνουσιαστικός Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synousiastikós Transliteration B: synousiastikos Transliteration C: synousiastikos Beta Code: sunousiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209.    2 capable of holding intercourse with, ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19.    II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177.    2 lewd, salacious, Ph.2.22 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

συνουσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφήν, κοινωνικός, Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἀφροδισιακός, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) λάγνος, ἀσελγής, Φίλων 2. 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sait vivre en société, sociable;
2 aphrodisiaque;
3 libertin.
Étymologie: συνουσιάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνουσιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνουσιαστής
αφροδισιακός
αρχ.
1. κοινωνικός
2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.)
3. λάγνος, ασελγής.

Greek Monotonic

συνουσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για συναναστροφή, αυτός που διαθέτει κοινωνικότητα, κοινωνικός, σε Αριστοφ.