συνθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραΰνω]], [[μαλακώνω]] επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάλπω]] «[[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]]»].
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραΰνω]], [[μαλακώνω]] επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάλπω]] «[[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνθάλπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] αμοιβαίως· μεταφ., [[θερμαίνω]] την [[ψυχή]] κάποιου, του καταπραΰνω την [[ψυχή]] με κολακευτικά [[λόγια]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθάλπω Medium diacritics: συνθάλπω Low diacritics: συνθάλπω Capitals: ΣΥΝΘΑΛΠΩ
Transliteration A: synthálpō Transliteration B: synthalpō Transliteration C: synthalpo Beta Code: sunqa/lpw

English (LSJ)

   A warm thoroughly, ἑαυτούς Plu.2.974c, cf. Hp.Salubr.7:— Pass., Id.Aff.15.    2 metaph., warm or soothe by cheering words, μηδέ μ' . . ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν A.Pr.685.

Greek (Liddell-Scott)

συνθάλπω: θερμαίνω ἀμοιβαίως, ἡσυχίαν ἄγουσι κατακείμενοι (οἱ λύκοι...) καὶ συνθάλποντες ἑαυτοὺς Πλούτ. 2. 974C· ― μεταφορ., θάλπωκαταπραΰνω διὰ κολακευτικῶν λόγων προσέτι, μηδὲ μ’ οἰκτίσας ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν Αἰσχύλ. Πρ. 685.

French (Bailly abrégé)

échauffer ensemble.
Étymologie: σύν, θάλπω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α
1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω
2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»].

Greek Monotonic

συνθάλπω: μέλ. -ψω, θερμαίνω, ζεσταίνω αμοιβαίως· μεταφ., θερμαίνω την ψυχή κάποιου, του καταπραΰνω την ψυχή με κολακευτικά λόγια, σε Αισχύλ.