συστρατηγέω: Difference between revisions
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> commander une armée avec un autre, être le lieutentnant général de, gén.;<br /><b>2</b> préparer ensemble par des ruses et des intrigues.<br />'''Étymologie:''' [[συστρατηγός]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> commander une armée avec un autre, être le lieutentnant général de, gén.;<br /><b>2</b> préparer ensemble par des ruses et des intrigues.<br />'''Étymologie:''' [[συστρατηγός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συστρᾰτηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[συστράτηγος]] κάποιου, [[φέρω]] από κοινού με κάποιον το [[αξίωμα]] του στρατηγού, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be a fellow-general, D.19.191, Plu.Per.8. II trans., help in procuring, τῷ πατρὶ τὴν κάθοδον Str.6.1.8.
German (Pape)
[Seite 1045] mit Feldherr sein, mit, zugleich befehligen, Dem. 19, 191.
Greek (Liddell-Scott)
συστρᾰτηγέω: εἶμαι συστράτηγός τινος, μετὰ γεν. προσ., τινὸς Δημ. 401. 2, Πλούτ. ΙΙ. μεταβ., ἐνεργῶ μετά τινος ὡς συστράτηγος, τὴν κάθοδόν τινι Στράβ. 259.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 commander une armée avec un autre, être le lieutentnant général de, gén.;
2 préparer ensemble par des ruses et des intrigues.
Étymologie: συστρατηγός.
Greek Monotonic
συστρᾰτηγέω: μέλ. -ήσω, είμαι συστράτηγος κάποιου, φέρω από κοινού με κάποιον το αξίωμα του στρατηγού, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.