σύρφαξ: Difference between revisions
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> το ατάκτως συναθροιζόμενο [[πλήθος]], ο [[συρφετός]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[συρφετώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύρω]], με δασύ χειλικό [[ένθημα]] -<i>φ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>]. | |mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> το ατάκτως συναθροιζόμενο [[πλήθος]], ο [[συρφετός]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[συρφετώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύρω]], με δασύ χειλικό [[ένθημα]] -<i>φ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύρφαξ:''' -ᾱκος, ὁ, = [[συρφετός]] 1, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ,
A = συρφετός 2a, Ar.V.673 (anap.), Luc.Lex.4, etc. II as Adj., = συρφετώδης, δῆμος Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 1041] ακος, ὁ, 1) = συρφετός, σύρφος; Ar. Vesp. 673 τὸν μὲν σύρφακα τὸν ἄλλον ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον, nach Schol. τὸ ἱκανὸν πλῆθος τῶν δικαστῶν, τὸν ὀχλώδη καὶ συρφετώδη, ἐξ εὐτελῶν τρεφόμενον. Vgl. Luc. Leziph. 4 Iov. Trag. 53. – 2) als adj. = συρφετώδης, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σύρφαξ: -ᾱκος, ὁ, = συρφετός Ι. 1, Ἀριστοφ. Σφ. 678, Λουκ. Λεξιφ. 4, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ. = συρφετώδης, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
tas d’immondices ; fig. ramassis de gens, populace.
Étymologie: σύρω.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
1. το ατάκτως συναθροιζόμενο πλήθος, ο συρφετός
2. ως επίθ. συρφετώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω, με δασύ χειλικό ένθημα -φ- + επίθημα -αξ].
Greek Monotonic
σύρφαξ: -ᾱκος, ὁ, = συρφετός 1, σε Αριστοφ.