συντροχάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[τρέχω]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τροχάζω]], [[άλλος]] τ. [[αντί]] του [[τρέχω]].
|mltxt=Α<br />[[τρέχω]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τροχάζω]], [[άλλος]] τ. [[αντί]] του [[τρέχω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συντροχάζω:''' όπως το [[συντρέχω]], [[τρέχω]] μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντροχάζω Medium diacritics: συντροχάζω Low diacritics: συντροχάζω Capitals: ΣΥΝΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: syntrocházō Transliteration B: syntrochazō Transliteration C: syntrochazo Beta Code: suntroxa/zw

English (LSJ)

   A run together or with, LXX Ec.12.6, AP7.417 (Mel.), Anacreont.29.3, Plu.Ages.36, Plot.2.4.8:—also συντροχάω, Man.2.492.

Greek (Liddell-Scott)

συντροχάζω: ὡς τὸ συντρέχω, τρέχω ὁμοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 417, Ἀνακρεόντ. 32. 3, Πλάτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― καὶ συντροχάω, Μανέθων 2. 492.

French (Bailly abrégé)

c. συντρέχω.
Étymologie: σύν, τροχάζω.

Greek Monolingual

Α
τρέχω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τροχάζω, άλλος τ. αντί του τρέχω.

Greek Monotonic

συντροχάζω: όπως το συντρέχω, τρέχω μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ.