τέθμιος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[θέσμιος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[θέσμιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τέθμιος:''' -ον ή τέθμια, -ον, Δωρ. αντί [[θέσμιος]], ορισμένος, [[κανονικός]], Λατ. solenins, σε Πίνδ.· <i>τέθμιον</i>, <i>τό</i>, = το επόμ., στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. θέσμιος, τεθμός, v. θεσμός. τεθμοφούλαξ, v. θεσμοφύλαξ.
German (Pape)
[Seite 1079] dor. statt θέσμιος, festgesetzt, gesetzmäßig, herkömmlich; ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον, Pind. N. 11, 27; τέθμιόν μοί φαμι σαφέστατον εἶναι, I. 5, 20, das von mir aufgestellte Gesetz; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 450 u. Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τέθμιος: -ον, ἢ α, ον, Δωρ. ἀντὶ θέσμιος, τεθειμένος, ὡρισμένος, κανονικός, Λατ. solennis, ἑορτὴν Ἡρακλέος τέθμιον Πινδ. Ν. 11. 35· τέθμιαι ὧραι Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 87. ΙΙ. τέθμιον, τό, = τῷ ἑπομ., νόμος, Πινδ. Ι. 6 (5), 28, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 174, εἰς Δήμ. 12, Ὀππ. Κυν. 1. 450.
French (Bailly abrégé)
dor. c. θέσμιος.
English (Slater)
τέθμιος, -ον
1 established by law πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις (N. 11.27) n. s. pro subs., ὔμμε τ, ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι, τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν ῥαινέμεν εὐλογίαις law (I. 6.20)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. θέσμιος.
Greek Monotonic
τέθμιος: -ον ή τέθμια, -ον, Δωρ. αντί θέσμιος, ορισμένος, κανονικός, Λατ. solenins, σε Πίνδ.· τέθμιον, τό, = το επόμ., στον ίδ.