σφαγιασμός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σφαγιάζω]]<br />[[θυσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ομαδική [[σφαγή]], μακελειό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αφανισμός]], [[καταστροφή]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σφαγιάζω]]<br />[[θυσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ομαδική [[σφαγή]], μακελειό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αφανισμός]], [[καταστροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφᾰγιασμός:''' ὁ, [[σφαγή]], [[προσφορά]] ιερού σφαγίου κατά την [[τέλεση]] θυσιών, τελετουργική [[θυσία]], σε Ευρ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰγιασμός Medium diacritics: σφαγιασμός Low diacritics: σφαγιασμός Capitals: ΣΦΑΓΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: sphagiasmós Transliteration B: sphagiasmos Transliteration C: sfagiasmos Beta Code: sfagiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A slaying, sacrificing, E.El.200(lyr., pl.), Plu.Ages.6, Corn.ND34.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, θυσία, «σφάξιμον», Εὐριπ. Ἠλ. 200, Πλουτ. Ἀγησ. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 immolation, sacrifice;
2 meurtre.
Étymologie: σφαγιάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σφαγιάζω
θυσία
νεοελλ.
1. ομαδική σφαγή, μακελειό
2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή.

Greek Monotonic

σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, προσφορά ιερού σφαγίου κατά την τέλεση θυσιών, τελετουργική θυσία, σε Ευρ., Πλούτ.