τραγομάσχαλος: Difference between revisions
From LSJ
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την [[ίδια]] δυσάρεστη [[οσμή]] που αναδίδει και [[ένας]] [[τράγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάσχαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μασχάλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>μάσχαλος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την [[ίδια]] δυσάρεστη [[οσμή]] που αναδίδει και [[ένας]] [[τράγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάσχαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μασχάλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>μάσχαλος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' -ον ([[μασχάλη]]), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with arm-pits smelling like a he-goat, Γοργόνες Ar.Pax811.
German (Pape)
[Seite 1133] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγομάσχᾰλος: -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les aisselles sentent le bouc.
Étymologie: τράγος, μασχάλη.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την ίδια δυσάρεστη οσμή που αναδίδει και ένας τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. πολυ-μάσχαλος].
Greek Monotonic
τρᾰγομάσχᾰλος: -ον (μασχάλη), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.