τρίπαις: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αιδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[τρία]] [[παιδιά]] («[[τἆλλα]] πράττειν [[ἄνευ]] προστάτου διαγούσας, [[ὥσπερ]] αἱ τρίπαιδες», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-[[παις]])].
|mltxt=-αιδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[τρία]] [[παιδιά]] («[[τἆλλα]] πράττειν [[ἄνευ]] προστάτου διαγούσας, [[ὥσπερ]] αἱ τρίπαιδες», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-[[παις]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίπαις:''' -παιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρία]] [[παιδιά]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπαις Medium diacritics: τρίπαις Low diacritics: τρίπαις Capitals: ΤΡΙΠΑΙΣ
Transliteration A: trípais Transliteration B: tripais Transliteration C: tripais Beta Code: tri/pais

English (LSJ)

[ῐ], παιδος, ὁ, ἡ,

   A having three children, Plu.Num.10; τιμὰς διώκει τρίπαιδας, = Lat. jus trium liberorum (τριπαιδίας cj. Doehner), Id.2.493e.

German (Pape)

[Seite 1145] παιδος, von, mit drei Kindern, drei Kinder habend, Sp.; τρίπαιδες τιμαί, ius trium liberorum, Plut. Num. 10.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρεῖς παῖδας, Πλουτ. Νουμ. 10· τιμὰς διώκει τρίπαιδας, τιμὰς τριῶν παίδων, Λατιν. jus trium liberorum (εἰ μὴ ἀναγνωστέον τριπαιδίας), ὁ αὐτ. 2. 493Ε.

French (Bailly abrégé)

τρίπαιδος (ὁ, ἡ)
1 qui a trois enfants;
2 qui concerne le nombre de trois enfants : τρίπαιδες τιμαί PLUT privilège des citoyens qui avaient trois enfants à Rome (lat. jus trium liberorum).
Étymologie: τρεῖς, παῖς.

Greek Monolingual

-αιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τρία παιδιάτἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + παῖς, παιδός (πρβλ. δί-παις)].

Greek Monotonic

τρίπαις: -παιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρία παιδιά, σε Πλούτ.