τρυμαλιά: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(42) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α<br />(στην αρχ. με τη λ. [[ῥαφίς]]) η οπή της βελόνας<br /><b>αρχ.</b><br />οπή, [[τρύπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύμη]] / [[τρῦμα]] (για τον σχηματισμό της λ. <b>βλ. λ.</b> [[αρμαλιά]])]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α<br />(στην αρχ. με τη λ. [[ῥαφίς]]) η οπή της βελόνας<br /><b>αρχ.</b><br />οπή, [[τρύπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύμη]] / [[τρῦμα]] (για τον σχηματισμό της λ. <b>βλ. λ.</b> [[αρμαλιά]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῡμᾰλιά:''' ἡ ([[τρύω]]) = [[τρύμη]], [[τρύπα]], οπή, <i>ἡ τρυμαλιὰ τῆς ῥαφίδος</i>, οπή βελόνας, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = τρύμη, hole, Sotad. 1 (sens. obsc.), LXXJe.13.4, al.; ἡ τ. τῆς ῥαφίδος the eye of the needle, Ev.Marc.10.25; βελόνης Maria ap.Zos.Alch.p.238 B.; mesh, Aesop.26.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡμᾰλιά: ἡ, (τρύω) τρύμη. ὀπή, Σωτάδ. παρ’ Ἀθην. 621Α, Ἑβδ. (Ἱερ. ΙΓ΄, 4, κ. ἀλλ.)· ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος, ἡ ὀπὴ τῆς βελόνης (πρβλ. τρύπημα), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 25, πρβλ. κ. Λουκ. ιη΄, 25.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
= τρύμη (sens obscène).
English (Strong)
from a derivative of truo (to wear away; akin to the base of τραῦμα, τρίβος and τρώγω); an orifice, i.e. needle's eye: eye. Compare τρύπημα.
English (Thayer)
τρυμαλιᾶς, ἡ (equivalent to τρυμα, or τρύμη, from τρύω to wear away, perforate), a hole (eye of a needle): R G in Sotades in Plutarch, mor., p. 11a. (i. e., de educ. puer. § 14); Geoponica.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α
(στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή της βελόνας
αρχ.
οπή, τρύπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό της λ. βλ. λ. αρμαλιά)].
Greek Monotonic
τρῡμᾰλιά: ἡ (τρύω) = τρύμη, τρύπα, οπή, ἡ τρυμαλιὰ τῆς ῥαφίδος, οπή βελόνας, σε Καινή Διαθήκη