τυμβεύω: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τύμβος]]<br /><b>1.</b> [[αποτεφρώνω]] ή [[θάβω]] νεκρό, [[κηδεύω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ενταφιασμένος («[[εἴτε]] χρῇ θανεῑν εἴτ' ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χοὰς [[τυμβεύω]] τινί» — [[επιχύνω]] σπονδές στον τάφο κάποιου.
|mltxt=Α [[τύμβος]]<br /><b>1.</b> [[αποτεφρώνω]] ή [[θάβω]] νεκρό, [[κηδεύω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ενταφιασμένος («[[εἴτε]] χρῇ θανεῑν εἴτ' ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χοὰς [[τυμβεύω]] τινί» — [[επιχύνω]] σπονδές στον τάφο κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τυμβεύω:''' μέλ. <i>τυμβεύσω</i>, ([[τύμβος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θάπτω]], [[καίω]] νεκρό, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>χοὰς τυμβεῦσαί τινι</i>, [[χύνω]] σπονδές στον τάφο κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[κατοικώ]] μέσα σε τάφο, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβεύω Medium diacritics: τυμβεύω Low diacritics: τυμβεύω Capitals: ΤΥΜΒΕΥΩ
Transliteration A: tymbeúō Transliteration B: tymbeuō Transliteration C: tymveyo Beta Code: tumbeu/w

English (LSJ)

   A bury, σῶμα τυμβεῦσαι τάφῳ S.Aj.1063, cf. E.Hel. 1245:—Pass., ποῦ δ' ἐτυμβεύθη τάφῳ; Ar.Th.885:—Med., Nonn. D.5.549, al.    2 πατρὶ τυμβεῦσαι χοάς pour libations on his grave, S.El.406.    II intr., dwell entombed, ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ Id.Ant.888.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβεύω: (τύμβος) θάπτωκαίω νεκρόν, σῶμα τυμβεῦσαι τάφῳ Σοφ. Αἴ. 1063, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1245. - Παθ., ποῦ δ’ ἐτυμβεύθη τάφῳ; Εὐρ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 885· - τὸ μέσον ἀπαντᾷ παρὰ Νόννῳ. 2) χοὰς τυμβεύω τινί, ἐπιχέω σπονδὰς ἐπὶ τοῦ τάφου τινός, Σοφ. Ἠλ. 406. ΙΙ. ἀμεταβ., κατοικῶ ἐντὸς τάφου, ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 888.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 ensevelir, enterrer;
2 répandre sur une tombe : χοάς τινι SOPH des libations en l’honneur d’un mort;
II. intr. être couché dans la tombe.
Étymologie: τύμβος.

Greek Monolingual

Α τύμβος
1. αποτεφρώνω ή θάβω νεκρό, κηδεύω
2. (αμτβ.) είμαι ενταφιασμένος («εἴτε χρῇ θανεῑν εἴτ' ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ», Σοφ.)
3. φρ. «χοὰς τυμβεύω τινί» — επιχύνω σπονδές στον τάφο κάποιου.

Greek Monotonic

τυμβεύω: μέλ. τυμβεύσω, (τύμβος
I. 1. θάπτω, καίω νεκρό, σε Σοφ., Ευρ.
2. χοὰς τυμβεῦσαί τινι, χύνω σπονδές στον τάφο κάποιου, σε Σοφ.
II. αμτβ., κατοικώ μέσα σε τάφο, στον ίδ.