τυννός: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> τόσο [[μικρός]], τόσο [[λίγος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ τυννῶν»<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) από την παιδική [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>ν</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[τυτθός]])]. | |mltxt=-ή, -όν, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> τόσο [[μικρός]], τόσο [[λίγος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ τυννῶν»<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) από την παιδική [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>ν</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[τυτθός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τυννός:''' -ή, -όν, Δωρ. αντί [[μικρός]], τόσο [[μικρός]], τόσο [[λίγος]], Λατ. [[tantillus]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ά, όν, Dor. for μικρός,
A so small, so little, Call.Fr.420, Theoc.24.139, IGRom.4.235.2 (Mysia); ἐκ τυννῶν (ἐκ τιτυννῶν codd., corr. Ruhnken) from childhood, Suid. s.v. ἐκ τιτυννῶν.
Greek (Liddell-Scott)
τυννός: -ή, -όν, Δωρικ. ἀντὶ μικρός, τόσον μικρός, τόσον ὀλίγος, Λατ. tantillus, Καλλ. Ἀποσπ. 420, Θεόκρ. 24. 137· ἐκ τυννῶν, ἐκ μικρᾶς ἡλικίας, ἐκ παίδων, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
petit.
Étymologie: DELG mot dorien, d’origine familière et expressive.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(δωρ. τ.)
1. τόσο μικρός, τόσο λίγος
2. φρ. «ἐκ τυννῶν»
(κατά το λεξ. Σούδα) από την παιδική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων με εκφραστικό διπλασιασμό του -ν- (βλ. και λ. τυτθός)].
Greek Monotonic
τυννός: -ή, -όν, Δωρ. αντί μικρός, τόσο μικρός, τόσο λίγος, Λατ. tantillus, σε Θεόκρ.