τύρευμα: Difference between revisions
From LSJ
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[τυρεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[τυρός]], το [[τυρί]] («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μηχανορραφία]], [[δολοπλοκία]], [[πανουργία]]. | |mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[τυρεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[τυρός]], το [[τυρί]] («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μηχανορραφία]], [[δολοπλοκία]], [[πανουργία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τύρευμα:''' [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, [[τυρί]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is curdled, cheese, in pl., E.El.496, Cyc.162,190. II metaph., intrigue, Com.Adesp.706.
German (Pape)
[Seite 1164] τό, das Gekäs'te, der Käse, Eur. Cycl. 161. 189 El. 496.
Greek (Liddell-Scott)
τύρευμα: [ῡ], τό, τὸ τυρευθέν, τὸ συμπαγὲν εἰς τυρόν, τυρός, ἐν τῷ πληθυν., τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα Εὐρ. Ἠλ. 496· ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ’ ἢ μήλων τόκον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 162· πηκτοῦ γάλακτος οὐ σπάνια τυρεύματα αὐτόθι 190. ΙΙ. μεταφορ., πανουργία, μηχανορραφία, δολοπλοκία, Α. Β. 60, 28.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fromage.
Étymologie: τυρεύω.
Greek Monolingual
-εύματος, τὸ, Α τυρεύω
1. ο τυρός, το τυρί («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», Ευρ.)
2. μτφ. μηχανορραφία, δολοπλοκία, πανουργία.
Greek Monotonic
τύρευμα: [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, τυρί, σε Ευρ.