τροπός: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />ο [[τροπωτήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- της ρίζας του [[τρέπω]]. Ο τ. στη [[λήγουσα]] αναλογικά [[προς]] το [[τροφός]]). | |mltxt=ο, ΝΑ<br />ο [[τροπωτήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- της ρίζας του [[τρέπω]]. Ο τ. στη [[λήγουσα]] αναλογικά [[προς]] το [[τροφός]]). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τροπός:''' ὁ ([[τρέπω]]), [[ιμάντας]] από στριμμένο [[δέρμα]], με το οποίο προσέδεναν το [[κουπί]] στο σκαλμό, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole, τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782, 8.53; τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
courroie pour attacher la rame au bord du navire.
Étymologie: τρέπω.
English (Autenrieth)
pl., thongs or straps, by means of which oars were loosely attached to the thole-pins (κληῖδες), Od. 4.782 and Od. 8.53. (See cut No. 32, d. Α later different arrangement is seen in the following cut, and in No. 38.)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο τροπωτήρας
αρχ.
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας του τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός).
Greek Monotonic
τροπός: ὁ (τρέπω), ιμάντας από στριμμένο δέρμα, με το οποίο προσέδεναν το κουπί στο σκαλμό, σε Ομήρ. Οδ.