ὑπέρκοτος: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />υπέρμετρα οργισμένος ή [[άγριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερκότως</i> Α<br />με υπέρκοτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[διαρκής]] [[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἔγ</i>-<i>κοτος</i>, <i>ἐπί</i>-<i>κοτος</i>)]. | |mltxt=-ον, Α<br />υπέρμετρα οργισμένος ή [[άγριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερκότως</i> Α<br />με υπέρκοτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[διαρκής]] [[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἔγ</i>-<i>κοτος</i>, <i>ἐπί</i>-<i>κοτος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπέρκοτος:''' -ον, υπερβολικά οργισμένος, [[σκληρός]], σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exceedingly angry, cruel, πάγαι A.Ag.822. Adv. -τως, ἐχθῆραι E.HF1086; cf. ὑπέρκοπος.
German (Pape)
[Seite 1198] überaus zornig, erzürnt; Aesch. Ag. 796; adv., 455, wie Eur. Herc. fur. 1087.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρκοτος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν ὠργισμένος, σκληρός, πάγαι (ἴδε ἐν λ. φράσσω) Αἰσχύλ. Ἀγ. 822. - Ἐπίρρ., ὑπερκότως ἐχθαίρειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1037· πρβλ. ὑπέρκοπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
débordant de courroux ; bouillonnant, profondément agité.
Étymologie: ὑπέρ, κότος.
Greek Monolingual
-ον, Α
υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος.
επίρρ...
ὑπερκότως Α
με υπέρκοτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ-κοτος, ἐπί-κοτος)].
Greek Monotonic
ὑπέρκοτος: -ον, υπερβολικά οργισμένος, σκληρός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τως, σε Ευρ.