ὑποκλονέομαι: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῦμαι;<br />être pressé, poursuivi : τινι IL fuir devant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλονέω]]. | |btext=-οῦμαι;<br />être pressé, poursuivi : τινι IL fuir devant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλονέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποκλονέομαι:''' Παθ., οδηγούμαι σε [[σύγχυση]], ταράζομαι [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A to be driven in confusion before one, Ἀχιλῆϊ Il.21.556. II to be shaken so as to fall, Q.S.14.572.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλονέομαι: Παθ., κλονοῦμαι, ταράττομαι ὑπό τινος, ὑποκλονέεσθαι... Πηλείδη Ἀχιλῆϊ, ὑπὸ τοῦ Πηλ. Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 556. ΙΙ. κλονοῦμαι οὕτως ὥστε νὰ πέσω, ἀμφὶ δὲ πάντῃ κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος Κόϊντ. Σμυρν. 14. 572.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être pressé, poursuivi : τινι IL fuir devant qqn.
Étymologie: ὑπό, κλονέω.
Greek Monotonic
ὑποκλονέομαι: Παθ., οδηγούμαι σε σύγχυση, ταράζομαι μπροστά σε κάποιον, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.