ὑπερίσχυρος: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[ἰσχυρός]]<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) [[πανίσχυρος]]. | |mltxt=-ον, Α [[ἰσχυρός]]<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) [[πανίσχυρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερίσχῡρος:''' -ον, υπερβολικά [[δυνατός]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exceedingly strong, ἔρυμα X.Cyr.5.2.2; of persons, Arist.Pol.1295b6.
German (Pape)
[Seite 1197] überstark, überaus stark und fest, ἔρυμα Xen. Cyr. 5, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίσχῡρος: -ον, ἰσχυρὸς εἰς ὑπερβολήν, ἕρυμα Ξεν. Κύρ. 5, 2, 2· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement fort ou solide.
Étymologie: ὑπέρ, ἰσχυρός.
Greek Monolingual
-ον, Α ἰσχυρός
(για πρόσ. και για πράγμ.) πανίσχυρος.
Greek Monotonic
ὑπερίσχῡρος: -ον, υπερβολικά δυνατός, σε Ξεν.