φαληριάω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(Autenrieth)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only [[part]]., φαληριόωντα, [[brightly]] [[shining]], [[gleaming]], Il. 13.799†.
|auten=only [[part]]., φαληριόωντα, [[brightly]] [[shining]], [[gleaming]], Il. 13.799†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φᾰληριάω:''' (φάλᾱρος), έχω λευκές κηλίδες, <i>κύματα φαληριόωντα</i>, κύματα στολισμένα με [[λευκό]] αφρό, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰληριάω Medium diacritics: φαληριάω Low diacritics: φαληριάω Capitals: ΦΑΛΗΡΙΑΩ
Transliteration A: phalēriáō Transliteration B: phalēriaō Transliteration C: faliriao Beta Code: falhria/w

English (LSJ)

   A to be patched with white, κύματα φαληριόωντα waves crested with white foam, Il.13.799; φαληριῶσαν σπίλον white with breakers, Lyc.188: φ. στόρθυγξ white with foam, Id.491; λίθον λευκὰ φαληριόωντα App.Anth.3.79 (Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 1253] weiß sein, sich weiß färben; Hom. κύματα φαληριόωντα, die weiß aufschäumenden, mit weißem Schaum verbrämten Wogen, Il. 13, 799; nachgeahmt von Lycophr. 188. 492.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰληριάω: εἶμαι λευκὸς (πρβλ. φάλαρος)· κύματα κυρτὰ φαληριόωντα, «λευκανθίζοντα τῷ ἀφρῷ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 799· «φαληριῶσαν οἰκήσει σπίλον, τὴν λευκαινομένην ἐκ τοῦ ἀφροῦ τῶν κυμάτων» (Σχόλ.), Λυκόφρων 188· μετὰ λευκοῦ ἀφροῦ, ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ, «λευκῷ ὅλος λευκαινόμενος ἀφρῷ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 491· ― πρβλ. ὡσαύτως φάλος (ὁ), τετραφάληρος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. prés. épq. pl. neutre φαληριόωντα;
être blanc d’écume.
Étymologie: φαληρός.

English (Autenrieth)

only part., φαληριόωντα, brightly shining, gleaming, Il. 13.799†.

Greek Monotonic

φᾰληριάω: (φάλᾱρος), έχω λευκές κηλίδες, κύματα φαληριόωντα, κύματα στολισμένα με λευκό αφρό, σε Ομήρ. Ιλ.