φάντες: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(44)
 
(6)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φάντης]], ο, Ν<br /><b>1.</b> [[φιγούρα]] της τράπουλας που παριστάνει νεανία, [[βαλές]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ήρθε σαν [[φάντης]] [[μπαστούνι]]» — λέγεται για την απροσδόκητη [[αλλά]] και ενοχλητική [[εμφάνιση]] ενός προσώπου<br />β) «τί [[σχέση]] έχει ο [[φάντης]] με το [[ρετσινόλαδο]]» — λέγεται για συσχετισμό πραγμάτων εντελώς άσχετων [[μεταξύ]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>fante</i> <span style="color: red;"><</span> ισπ. <i>infante</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>infans</i>, -<i>antis</i> «[[παιδί]]»].
|mltxt=και [[φάντης]], ο, Ν<br /><b>1.</b> [[φιγούρα]] της τράπουλας που παριστάνει νεανία, [[βαλές]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ήρθε σαν [[φάντης]] [[μπαστούνι]]» — λέγεται για την απροσδόκητη [[αλλά]] και ενοχλητική [[εμφάνιση]] ενός προσώπου<br />β) «τί [[σχέση]] έχει ο [[φάντης]] με το [[ρετσινόλαδο]]» — λέγεται για συσχετισμό πραγμάτων εντελώς άσχετων [[μεταξύ]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>fante</i> <span style="color: red;"><</span> ισπ. <i>infante</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>infans</i>, -<i>antis</i> «[[παιδί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φάντες:''' ονομ. πληθ. μτχ. αορ. βʹ του [[φημί]].
}}
}}

Latest revision as of 02:28, 31 December 2018

Greek Monolingual

και φάντης, ο, Ν
1. φιγούρα της τράπουλας που παριστάνει νεανία, βαλές
2. φρ. α) «ήρθε σαν φάντης μπαστούνι» — λέγεται για την απροσδόκητη αλλά και ενοχλητική εμφάνιση ενός προσώπου
β) «τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο» — λέγεται για συσχετισμό πραγμάτων εντελώς άσχετων μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fante < ισπ. infante < λατ. infans, -antis «παιδί»].

Greek Monotonic

φάντες: ονομ. πληθ. μτχ. αορ. βʹ του φημί.