φιλάγραυλος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγραυλος]] «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγραυλος]] «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλάγραυλος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[εξοχή]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάγραυλος Medium diacritics: φιλάγραυλος Low diacritics: φιλάγραυλος Capitals: ΦΙΛΑΓΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: philágraulos Transliteration B: philagraulos Transliteration C: filagravlos Beta Code: fila/graulos

English (LSJ)

ον,

   A fond of the country, Πάν AP6.73 (Maced.), cf. Nonn.D.8.15.

German (Pape)

[Seite 1273] das Landleben liebend; Πάν Macedon. 25 (VI, 73); ἠχώ Nonn. D. 8, 15.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάγραυλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀγροτικὸν βίον, Ἀνθ. Π. 6. 73, Νόνν. Δ. 8. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la vie des champs.
Étymologie: φίλος, ἄγραυλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄγραυλος «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»].

Greek Monotonic

φῐλάγραυλος: -ον, αυτός που αγαπά την εξοχή, σε Ανθ.