φυγοπονία: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φυγόπονος]]<br />η [[αποφυγή]] τών κόπων της εργασίας, [[οκνηρία]], [[τεμπελιά]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[φυγόπονος]]<br />η [[αποφυγή]] τών κόπων της εργασίας, [[οκνηρία]], [[τεμπελιά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῠγοπονία:''' ἡ, [[αποστροφή]] προς την [[εργασία]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A aversion to work, Plb.3.79.4, Hierocl.p.50A.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, Arbeitsscheu, Scheu vor Anstrengung, Pol. 3, 79, 4.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγοπονία: ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν ἐργασίαν, Πολύβ. 3, 79, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
éloignement pour le travail ou la fatigue.
Étymologie: φυγόπονος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φυγόπονος
η αποφυγή τών κόπων της εργασίας, οκνηρία, τεμπελιά.