φυτευτός: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φυτευτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φυτεύω]]<br />αυτός που έχει παραχθεί με [[φύτευση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αυτοφυή<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή [[οδοντοστοιχία]]»). Επιρρ. <i>φυτευτά</i> Ν<br />με φυτευτό τρόπο, με [[φύτευση]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[φυτευτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φυτεύω]]<br />αυτός που έχει παραχθεί με [[φύτευση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αυτοφυή<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή [[οδοντοστοιχία]]»). Επιρρ. <i>φυτευτά</i> Ν<br />με φυτευτό τρόπο, με [[φύτευση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῠτευτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A planted, πᾶν τὸ φ. Pl.R.510a.
German (Pape)
[Seite 1319] adj. verb. von φυτεύω, gepflanzt, übtr., erzeugt, Plat. Rep. VI, 510 a.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πεφυτευμένος, φυτευθείς, παραχθείς, Πλάτ. Πολ. 510Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
planté.
Étymologie: φυτεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φυτευτός, -ή, -όν, ΝΑ φυτεύω
αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή
νεοελλ.
αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν
με φυτευτό τρόπο, με φύτευση.
Greek Monotonic
φῠτευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ.