χήνειος: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(46) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[χήνειος]], -εία, -ον, ΝΜΑ, και [[χήνιος]], -ία, -ον, Μ, και ιων. τ. [[χήνεος]], -έα, -ον, Α [[χήν</i> / [[χήνα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χήνα]], [[χηνήσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χήνειο [[δέρμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όψη μαδημένης χήνας λόγω της αντανακλαστικής συστολής τών ορθωτήρων [[μυών]] τών τριχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «χήνειον [[ἧπαρ]]» — περιζήτητο και ακριβό [[έδεσμα]] από [[συκώτι]] χήνας <b>Αθήν.</b>. | |mltxt=-α, -ο / [[χήνειος]], -εία, -ον, ΝΜΑ, και [[χήνιος]], -ία, -ον, Μ, και ιων. τ. [[χήνεος]], -έα, -ον, Α [[χήν</i> / [[χήνα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χήνα]], [[χηνήσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χήνειο [[δέρμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όψη μαδημένης χήνας λόγω της αντανακλαστικής συστολής τών ορθωτήρων [[μυών]] τών τριχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «χήνειον [[ἧπαρ]]» — περιζήτητο και ακριβό [[έδεσμα]] από [[συκώτι]] χήνας <b>Αθήν.</b>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χήνειος:''' -α, -ον, Ιων. [[χήνεος]], -η, -ον, αυτός που ταιριάζει ή που ανήκει σε [[χήνα]], Λατ. [[anserinus]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, Ion. χήνεος, η, ον (also PCair.Zen.130.26 (iii B. C.)): (χήν):—
A of or belonging to a goose, κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθος Hdt. 2.37; ᾠόν Arist.HA558a22, cf. PCair.Zen. l.c.; χήνεια (sc. κρέα) Menipp. ap. Ath.14.664e; στέαρ Dsc.1.68.3, Sor.1.56; χήνεια ἥπατα, a Greek dainty, foie gras, Ath.9.384c (ἀρνεία shd. be read in E.Fr.467).
German (Pape)
[Seite 1353] ion. χήνεος, von der Gans, zur Gans gehörig; Eur. frg. Cress. 13, 4; ἥπατα Eubul. bei Ath. IX, 384 c; ᾠόν, Gänseei, Luc. Alex. 13, wie Eriphus bei Ath. II, 58 b.
Greek (Liddell-Scott)
χήνειος: -α, -ον, Ἰων. χήνεος, -η, -ον, (χὴν)· ― ὁ τῆς χηνὸς, ὁ εἰς χῆνα ἀνήκων, Λατ. anserinus, κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθος Ἡρόδ. 2. 37, Διόδ. 1. 70· ᾠὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 5· στέαρ Διοσκ. 1. 81· χήνεια ἥπατα, ἦσαν περιζήτητον ἔδεσμα παρ’ Ἕλλησι, foie gras, «χηνείων δ’ ἡπάτων μνημονεύει Εὔβουλος ἐν Στεφανοπώλισι λέγων οὕτως εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἢ ψυχὴν ἔχεις» Ἀθήν. 384C ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 470 ὁ Meineke διώρθωσεν ἄρνεια χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’oie.
Étymologie: χήν.
Spanish
{{grml
|mltxt=-α, -ο / χήνειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, και χήνιος, -ία, -ον, Μ, και ιων. τ. χήνεος, -έα, -ον, Α [[χήν / χήνα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χηνήσιος
νεοελλ.
φρ. «χήνειο δέρμα»
ιατρ. χαρακτηρισμός δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όψη μαδημένης χήνας λόγω της αντανακλαστικής συστολής τών ορθωτήρων μυών τών τριχών
αρχ.
φρ. «χήνειον ἧπαρ» — περιζήτητο και ακριβό έδεσμα από συκώτι χήνας Αθήν..
}}
Greek Monotonic
χήνειος: -α, -ον, Ιων. χήνεος, -η, -ον, αυτός που ταιριάζει ή που ανήκει σε χήνα, Λατ. anserinus, σε Ηρόδ.