ὑψίκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, [[απότομος]]<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) ο χτισμένος [[πάνω]] σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ [[πόλισμα]] Καυκάσου [[πέλας]] νέμονται», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, [[απότομος]]<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) ο χτισμένος [[πάνω]] σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ [[πόλισμα]] Καυκάσου [[πέλας]] νέμονται», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίκρημνος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για [[βουνό]], σε Επιγρ. Ομηρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη [[περιοχή]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκρημνος Medium diacritics: ὑψίκρημνος Low diacritics: υψίκρημνος Capitals: ΥΨΙΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsíkrēmnos Transliteration B: hypsikrēmnos Transliteration C: ypsikrimnos Beta Code: u(yi/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A with high crags, Μίμας Hom.Epigr.6.5.    II built on a high crag, πόλισμα A.Pr.421 (lyr.), cf. Fr.32.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. ὑψηλόκρημνος. ΙΙ. ἐπὶ πόλεων, ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, πόλισμα Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti sur une hauteur escarpée.
Étymologie: ὕψι, κρημνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος
2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»].

Greek Monotonic

ὑψίκρημνος: -ον, I. αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για βουνό, σε Επιγρ. Ομηρ.
II. λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη περιοχή, σε Αισχύλ.