χρεμετισμός: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(46) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[χρεμετίζω]]<br />[[χλιμίντρισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ισχυρός]] [[κρότος]], [[ιδίως]] η [[βροντή]]. | |mltxt=ο, ΝΑ [[χρεμετίζω]]<br />[[χλιμίντρισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ισχυρός]] [[κρότος]], [[ιδίως]] η [[βροντή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρεμετισμός:''' ὁ, [[χλιμίντρισμα]], [[χρεμετισμός]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Ar.Eq.553(lyr.), LXX Am.6.7: pl., D.H.Comp.16, Placit.4.19.1:— hence, 2 of any loud noise, thunder, Thd.Jb.39.19.
German (Pape)
[Seite 1370] ὁ, das Wiehern; Ar. Equ. 551; Plut. Sull. 27 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρεμετισμός: ὁ, τὸ χρεμετίζειν, χρεμέτισμα, «ἡ φωνὴ τῶν ἵππων» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 553, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 16· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 902Β· - ἐντεῦθεν, 2) ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ κρότου, βροντή, Θεοδ. Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
hennissement.
Étymologie: χρεμετίζω.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΑ χρεμετίζω
χλιμίντρισμα
αρχ.
μτφ. ισχυρός κρότος, ιδίως η βροντή.
Greek Monotonic
χρεμετισμός: ὁ, χλιμίντρισμα, χρεμετισμός, σε Αριστοφ.