φριξοκόμης: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[φριξόθριξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φριξός]] «ανορθωμένος» <span style="color: red;">+</span> -[[κόμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθο</i>-[[κόμης]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[φριξόθριξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φριξός]] «ανορθωμένος» <span style="color: red;">+</span> -[[κόμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθο</i>-[[κόμης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φριξοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που έχει ανορθωμένα μαλλιά, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg. 1, APl.4.291 (Anyte).
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ, = Vorigem, Pan, Anyte 3 (Plan. 291).
Greek (Liddell-Scott)
φριξοκόμης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ. Ι, φριξοκόμᾳ Πανὶ Ἀνθ. Πλαν. 291.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aux cheveux hérissés ou en désordre.
Étymologie: φριξός, κόμη.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) φριξόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + -κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο-κόμης.
Greek Monotonic
φριξοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που έχει ανορθωμένα μαλλιά, σε Ανθ.