χείρωμα: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br /><b>1.</b> αυτό που [[είναι]] εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράξη]] βίας («[[ἄφαντος]] ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έργο]] καμωμένο με το [[χέρι]] («τυμβοχόα χειρώματα», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=τὸ, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br /><b>1.</b> αυτό που [[είναι]] εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράξη]] βίας («[[ἄφαντος]] ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έργο]] καμωμένο με το [[χέρι]] («τυμβοχόα χειρώματα», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χείρωμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό το οποίο κατακτάται, [[κατάκτηση]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[έργο]] βίας, [[επίθεση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[εργασία]] που έγινε με τα χέρια, <i>τυμβοχόα χειρώματα</i>, λέγεται για [[χώμα]] που ρίχνεται πάνω στον τάφο, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is subdued, a conquest, δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος A.Ag.1326. 2 deed of violence, ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χ. S.OT560. II a work wrought by the hand, τυμβοχόα χ., of earth thrown up (v. τυμβοχόος), A.Th. 1027.
German (Pape)
[Seite 1347] τό, 1) das mit der Hand Gethane, Verrichtete, τυμβοχόα χειρώματα, mit eigener Hand ausgegossene Todtenopfer, Aesch. Spt. 1013. – 2) das Ueberwältigte, Bezwungene, das leicht zu Ueberwältigende, Aesch. Ag. 1299; – θανάσιμον χείρωμα, tödtliche Bewältigung, d. i. gewaltsamer Tod, Soph. O. R. 560.
Greek (Liddell-Scott)
χείρωμα: τό, τὸ χειρωθέν, κατάκτησις, νίκη, δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1326. 2) ἔργον βίας, ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χ. Σοφ. Ο. Τ. 560. ΙI. τὸ διὰ χειρῶν εἰργασμένον, τυμβοχόα χ., ἐπὶ τοῦ ἐπιρριφθέντος ἐπὶ τοῦ τύμβου χώματος, (ἴδε τυμβοχόος), Αἰσχύλ. Θήβ. 1022.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu’on fait de sa propre main : χειρώματα τυμβοχόα ESCHL offrandes que l’on verse de ses propres mains sur un tombeau ; en mauv. part χείρωμα θανάσιμον SOPH action qui donne la mort de la propre main de qqn, càd mort donnée par la main d’un homme, meurtre;
2 ce qu’on soumet : χείρωμα εὐχερές ESCHL ennemi facile à subjuguer.
Étymologie: χειρόω.
Greek Monolingual
τὸ, Α [χειρῶ (II)]
1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.)
2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.)
3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
χείρωμα: -ατος, τό,
I. 1. αυτό το οποίο κατακτάται, κατάκτηση, σε Αισχύλ.
2. έργο βίας, επίθεση, σε Σοφ.
II. εργασία που έγινε με τα χέρια, τυμβοχόα χειρώματα, λέγεται για χώμα που ρίχνεται πάνω στον τάφο, σε Αισχύλ.