χρησμαγόρης: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(3_47-test) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁ]], Α<br />(ως [[προσωνυμία]] [[του]] Απόλλωνος) [[χρησμοδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αγόρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ὑψ</i>-<i>αγόρης</i>]. | |mltxt=[[ὁ]], Α<br />(ως [[προσωνυμία]] [[του]] Απόλλωνος) [[χρησμοδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αγόρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ὑψ</i>-<i>αγόρης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρησμᾰγόρης:''' -ου, ὁ ([[ἀγορεύω]]), αυτός που προφέρει χρησμούς, [[προφήτης]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A utterer of oracles, of Apollo, AP9.525.23.
German (Pape)
[Seite 1375] ὁ, = χρησμηγόρας, so heißt Apollo, Hymn. (IX, 525).
Greek (Liddell-Scott)
χρησμαγόρης: -ον, ὁ, (ἀγορεύω) ὁ δίδων ἢ ἀπαγγέλλων χρησμούς, μάντις, προφήτης, Ἀνθ. Π. 9. 525.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui prononce des oracles, prophète.
Étymologie: χρησμός, ἀγορεύω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) χρησμοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ-αγόρης].
Greek Monotonic
χρησμᾰγόρης: -ου, ὁ (ἀγορεύω), αυτός που προφέρει χρησμούς, προφήτης, σε Ανθ.