χρυσοπλύσιον: Difference between revisions

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />[[τόπος]] όπου αποπλύνεται και χωρίζεται ο [[χρυσός]] από την άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλύσις]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />[[τόπος]] όπου αποπλύνεται και χωρίζεται ο [[χρυσός]] από την άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλύσις]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοπλύσιον:''' [ῠ], τό ([[πλύνω]]), [[πλύσιμο]] χρυσού, [[εργαστήρι]] όπου ο [[χρυσός]] πλένεται και διαχωρίζεται από την άμμο του ποταμού, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοπλύσιον Medium diacritics: χρυσοπλύσιον Low diacritics: χρυσοπλύσιον Capitals: ΧΡΥΣΟΠΛΥΣΙΟΝ
Transliteration A: chrysoplýsion Transliteration B: chrysoplysion Transliteration C: chrysoplysion Beta Code: xrusoplu/sion

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A gold-wash, placer, where gold is washed from the river-sand, Str.3.2.8 (pl.); wrongly χρυσιοπλ- Id.5.1.8.

German (Pape)

[Seite 1381] τό, = χρυσιοπλύσιον, Strab. 3, 2,8.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπλύσιον: τό, τόπος ἐν ᾦ ὁ χρυσὸς ἀποπλύνεται καὶ χωρίζεται ἀπὸ τῆς ποταμίας ἄμμου, Στράβ. 146· πλημμελῶς φέρεται χρυσιοπλ-, αὐτόθι 216.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l’on lave le minerai pour trier les pépites d’or.
Étymologie: χρυσός, πλύνω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
τόπος όπου αποπλύνεται και χωρίζεται ο χρυσός από την άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πλύσις + επίθημα -ιον].

Greek Monotonic

χρῡσοπλύσιον: [ῠ], τό (πλύνω), πλύσιμο χρυσού, εργαστήρι όπου ο χρυσός πλένεται και διαχωρίζεται από την άμμο του ποταμού, σε Στράβ.