χιονόχρως: Difference between revisions
From LSJ
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[χιονόχροος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κηρό</i>-<i>χρως</i>, <i>μολυβδό</i>-<i>χρως</i>]. | |mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[χιονόχροος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κηρό</i>-<i>χρως</i>, <i>μολυβδό</i>-<i>χρως</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χῐονόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δέρμα]] [[λευκό]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονόλευκος]], λέγεται για κύκνο, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A snow-white, of a swan, E.Hel.215 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1357] ωτος, u. οος, mit schneeweißer Haut, Eur. Hel. 216, übh. schneeweiß.
Greek (Liddell-Scott)
χιονόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων σῶμα λευκὸν ὡς ἡ χιών, χιονόλευκος, ἐπὶ τοῦ κύκνου, Εὐρ. Ἑλ. 216.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
de la couleur de la neige, de la blancheur de la neige.
Étymologie: χιών, χρώς.
Greek Monolingual
-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ
χιονόχροος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κηρό-χρως, μολυβδό-χρως].
Greek Monotonic
χῐονόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει δέρμα λευκό σαν το χιόνι, χιονόλευκος, λέγεται για κύκνο, σε Ευρ.