ψηφοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η / [[ψηφοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και [[ψηφηφόρος]] Α<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πολίτης]] που έχει και ασκεί το [[δικαίωμα]] ψήφου, [[εκλογέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις [[ἐκκλησία]] κατ' ἄνδρα [[ψηφοφόρος]] ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=ο, η / [[ψηφοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και [[ψηφηφόρος]] Α<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πολίτης]] που έχει και ασκεί το [[δικαίωμα]] ψήφου, [[εκλογέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις [[ἐκκλησία]] κατ' ἄνδρα [[ψηφοφόρος]] ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψηφοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που δίνει την ψήφο του. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ον,
A voting, ἐκκλησία D.H.7.59; = suffragator, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1398] seine Stimme gebend, stimmend, wählend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοφόρος: -ον, ὁ ψηφοφορῶν, ὁ δίδων ψῆφον, Διον Ἁλ. 7. 59, ἐν τῷ τύπῳ ψηφηφ-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte son vote.
Étymologie: ψῆφος, φέρω.
Greek Monolingual
ο, η / ψηφοφόρος, -ον, ΝΜΑ, και ψηφηφόρος Α
(για πρόσ.) πολίτης που έχει και ασκεί το δικαίωμα ψήφου, εκλογέας
αρχ.
(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις ἐκκλησία κατ' ἄνδρα ψηφοφόρος ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -φόρος].
Greek Monotonic
ψηφοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που δίνει την ψήφο του.