χρυσοχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[χρυσόχαιτις]], -αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῑτα και χρυσοχαίτας Α<br />αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίτη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελαγ</i>-<i>χαίτης</i>].
|mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[χρυσόχαιτις]], -αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῑτα και χρυσοχαίτας Α<br />αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίτη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελαγ</i>-<i>χαίτης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοχαίτης:''' ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, αυτός που έχει [[χρυσή]] [[χαίτη]], [[κόμη]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοχαίτης Medium diacritics: χρυσοχαίτης Low diacritics: χρυσοχαίτης Capitals: ΧΡΥΣΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: chrysochaítēs Transliteration B: chrysochaitēs Transliteration C: chrysochaitis Beta Code: xrusoxai/ths

English (LSJ)

ου, poet. χρῡσο-χαῖτᾰ, ὁ,

   A golden-haired, of Apollo, Pi.P.2.16; Dor. nom. χρῡσό-τᾱς, Limen.4; of Eros, Anacreont.41.12.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, mit goldenem Haupthaare; Beiwort des Apollo, Pind. Ol. 14, 10; Ἔρως, Anacr. 41, 12.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοχαίτης: ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, ὁ ἔχων χρυσῆν χαίτην δηλ. κόμην, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 2. 29· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρεόντ. 41. 12· - θηλ. -χαιτις, ιδος, Θεοδ. Προδρ. Ἐπιστ. ἐν Notices et Extraits τ. 6, σ. 542.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la chevelure d’or.
Étymologie: χρυσός, χαίτη.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, θηλ. χρυσόχαιτις, -αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῑτα και χρυσοχαίτας Α
αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. μελαγ-χαίτης].

Greek Monotonic

χρῡσοχαίτης: ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, αυτός που έχει χρυσή χαίτη, κόμη, σε Πίνδ.