χρυσόλογχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς) αυτός που φέρει [[χρυσή]] [[λόγχη]] («οὐκ [[ἄσημος]] Ἑλλήνων [[πόλις]], τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ χρυσόλογχοι</i><br />στρατιωτικό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λογχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόγχη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλατύ</i>-<i>λογχος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς) αυτός που φέρει [[χρυσή]] [[λόγχη]] («οὐκ [[ἄσημος]] Ἑλλήνων [[πόλις]], τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ χρυσόλογχοι</i><br />στρατιωτικό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λογχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόγχη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλατύ</i>-<i>λογχος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσόλογχος:''' -ον ([[λόγχη]]), αυτός που έχει [[χρυσή]] [[λόγχη]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσόλογχος Medium diacritics: χρυσόλογχος Low diacritics: χρυσόλογχος Capitals: ΧΡΥΣΟΛΟΓΧΟΣ
Transliteration A: chrysólonchos Transliteration B: chrysolonchos Transliteration C: chrysologchos Beta Code: xruso/logxos

English (LSJ)

ον,

   A with spear of gold, Παλλάς E.Ion9, cf. Ar.Th.318 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldener Lanze, Spitze; Ar. Thesm. 318; Eur. Παλλάς, Ion 9.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόλογχος: -ον, ὁ ἔχων λόγχην χρυσῆν, Παλλὰς Εὐρ. Ἴων 9, Ἀριστοφ. Θεσμ.. 318· - οἱ χρυσόλογχοι, τὸ χρυσοῦν τάγμα, στρατιωτικὸν σῶμα, Γεώργ. Κεδρ. 727. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la lance d’or.
Étymologie: χρυσός, λόγχη.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.)
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι
στρατιωτικό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λογχος (< λόγχη), πρβλ. πλατύ-λογχος].

Greek Monotonic

χρῡσόλογχος: -ον (λόγχη), αυτός που έχει χρυσή λόγχη, σε Ευρ.