ἄλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άλεχτος, -η, -ο (Α [[ἄλεκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν λέχθηκε, δεν ειπώθηκε [[ακόμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>λεκτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].
|mltxt=και άλεχτος, -η, -ο (Α [[ἄλεκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν λέχθηκε, δεν ειπώθηκε [[ακόμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>λεκτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλεκτος:''' [[λέγω]] III] невыразимый, неописуемый Polyb.
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλεκτος Medium diacritics: ἄλεκτος Low diacritics: άλεκτος Capitals: ΑΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: álektos Transliteration B: alektos Transliteration C: alektos Beta Code: a)/lektos

English (LSJ)

ον,

   A not to be told, indescribable, Hp.Ep.13, Pherecr.157, Plb.30.22.12, App.Hann.40.

German (Pape)

[Seite 92] unaussprechlich, Pherecrat. B. A. 330; Pol. 30, 13, 12 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλεκτος: -ον, ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτος, ἄρρητος, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20, Πολύβ. 30, 13.12, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indecible, indescriptible συμπαθείη Hp.Ep.13, ἄλεκτον ἦν τὸ συμβαῖνον Plb.30.22.12, σπουδὴ ἄ. ὑπὲρ τῆς νίκης Luc.Anach.12.
neutr. como adv. ἄλεκτα παθεῖν Pherecr.168.
2 indivisible Hsch.
II adv. -ως indescriptiblemente Didym.M.39.520D.

Greek Monolingual

και άλεχτος, -η, -ο (Α ἄλεκτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, ανείπωτος, απερίγραπτος
νεοελλ.
αυτός που δεν λέχθηκε, δεν ειπώθηκε ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λεκτὸς < λέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἄλεκτος: λέγω III] невыразимый, неописуемый Polyb.