ἡμίπνοος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίπνοος:''' -ον ([[πνέω]]), [[μισοπεθαμένος]], αυτός που πνέει, ζει με μισή [[αναπνοή]], σε Βατραχομ.
|lsmtext='''ἡμίπνοος:''' -ον ([[πνέω]]), [[μισοπεθαμένος]], αυτός που πνέει, ζει με μισή [[αναπνοή]], σε Βατραχομ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίπνοος:''' стяж. [[ἡμίπνους]] 2 полубездыханный, полумертвый Batr.
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπνοος Medium diacritics: ἡμίπνοος Low diacritics: ημίπνοος Capitals: ΗΜΙΠΝΟΟΣ
Transliteration A: hēmípnoos Transliteration B: hēmipnoos Transliteration C: imipnoos Beta Code: h(mi/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. ἡμίπνους, ουν,

   A half-breathing, half-alive, Batr.252, Gal.UP6.3.

German (Pape)

[Seite 1169] zsgzgn ἡμίπνους, halb athmend, d. i. halb todt, Batrach. 254.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπνοος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πνέων, ζῶν, Βατρ. 255.

Greek Monotonic

ἡμίπνοος: -ον (πνέω), μισοπεθαμένος, αυτός που πνέει, ζει με μισή αναπνοή, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίπνοος: стяж. ἡμίπνους 2 полубездыханный, полумертвый Batr.