ὀπισαμβώ: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
(29) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπισαμβώ]], ἡ (Α)<br />([[κατά]] τον Ευστάθ.) «ἡ εἰς [[τοὐπίσω]] [[ἀναχώρησις]]», η [[επιστροφή]], ο [[γυρισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπίσω]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμβαίνω</i>, επικ. και ιων. τ. του [[ἀναβαίνω]]. | |mltxt=[[ὀπισαμβώ]], ἡ (Α)<br />([[κατά]] τον Ευστάθ.) «ἡ εἰς [[τοὐπίσω]] [[ἀναχώρησις]]», η [[επιστροφή]], ο [[γυρισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπίσω]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμβαίνω</i>, επικ. και ιων. τ. του [[ἀναβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπῐσαμβώ:''' οῦς ἡ отступление, попятное движение Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (ἀμβαίνω, ἀναβαίνω)
A a going backwards, S.Fr.406: metaph. in Chrysipp.Stoic.3.202, cf. Ael.Dion.Fr.415.
German (Pape)
[Seite 357] ἡ (ἀμβαίνω, = ἀναβαίνω), das Rückwärtsgehen, Soph. frg. 921; vgl. in Paroemiogr. Plut. 1, 3 u. Eust. 862, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπῐσαμβώ: ἡ, (ἀμβαίνω, ἀναβαίνω) «ἡ εἰς τοὐπίσω ἀναχώρησις» (Εὐστ. 862, 6), Σοφ. Ἀποσπ. 92.
Greek Monolingual
ὀπισαμβώ, ἡ (Α)
(κατά τον Ευστάθ.) «ἡ εἰς τοὐπίσω ἀναχώρησις», η επιστροφή, ο γυρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπίσω + ἀμβαίνω, επικ. και ιων. τ. του ἀναβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὀπῐσαμβώ: οῦς ἡ отступление, попятное движение Soph.