ὀπισαμβώ

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπῐσαμβώ Medium diacritics: ὀπισαμβώ Low diacritics: οπισαμβώ Capitals: ΟΠΙΣΑΜΒΩ
Transliteration A: opisambṓ Transliteration B: opisambō Transliteration C: opisamvo Beta Code: o)pisambw/

English (LSJ)

ἡ, (ἀμβαίνω, ἀναβαίνω) a going backwards, S.Fr.406: metaph. in Chrysipp.Stoic.3.202, cf. Ael.Dion.Fr.415.

German (Pape)

[Seite 357] ἡ (ἀμβαίνω, = ἀναβαίνω), das Rückwärtsgehen, Soph. frg. 921; vgl. in Paroemiogr. Plut. 1, 3 u. Eust. 862, 5.

Russian (Dvoretsky)

ὀπῐσαμβώ: οῦς ἡ отступление, попятное движение Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπῐσαμβώ: ἡ, (ἀμβαίνω, ἀναβαίνω) «ἡ εἰς τοὐπίσω ἀναχώρησις» (Εὐστ. 862, 6), Σοφ. Ἀποσπ. 92.

Greek Monolingual

ὀπισαμβώ, ἡ (Α)
(κατά τον Ευστάθ.) «ἡ εἰς τοὐπίσω ἀναχώρησις», η επιστροφή, ο γυρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπίσω + ἀμβαίνω, επικ. και ιων. τ. του ἀναβαίνω.